πεντηκονταρχία

πεντηκονταρχία
η, ΝΑ [πεντηκόνταρχος]
το αξίωμα ή η διάρκεια τής θητείας τού πεντηκοντάρχου
νεοελλ.
στρατιωτική βάση με πενήντα οπλίτες
αρχ.
λόχος από εξήντα τέσσερεις ελαφρώς οπλισμένους άντρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντηκονταρχία — πεντηκονταρχίᾱ , πεντηκονταρχία his office fem nom/voc/acc dual πεντηκονταρχίᾱ , πεντηκονταρχία his office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταρχίᾳ — πεντηκονταρχίᾱͅ , πεντηκονταρχία his office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταρχίας — πεντηκονταρχίᾱς , πεντηκονταρχία his office fem acc pl πεντηκονταρχίᾱς , πεντηκονταρχία his office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταρχίαι — πεντηκονταρχίᾱͅ , πεντηκονταρχία his office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅԻՍՆԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0361 Chronological Sequence: Unknown date գ. πεντηκονταρχία . Պաշտօն եւ գործ յիսնապետի. *Ի ձեռն վարչութեան յիսնապետութեամբ եւ նաւապետութեամբ պէսպէս գոլով մարդկան. Պղատ. օրին. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”